- βυσσινάδα
- η [βύσσινο]αναψυκτικό, διάλυμα σιροπιού από βύσσινα σε νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βυσσινάδα — η ποτό που παρασκευάζεται από βύσσινα: Το καλοκαίρι είναι απολαυστική η κρύα βυσσινάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)